έναυσις

έναυσις
(-εως) η поджигание, разжигание, растопка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "έναυσις" в других словарях:

  • ἐναύσει — ἔναυσις taking fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐναύσεϊ , ἔναυσις taking fem dat sg (epic) ἔναυσις taking fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναύσεις — ἔναυσις taking fem nom/voc pl (attic epic) ἔναυσις taking fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔναυσιν — ἔναυσις taking fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έναυση — η (AM ἔναυσις) άναμμα, ανάφλεξη («πυρὸς ἔναυσιν ἀνθρώπους ἐδίδαξαν», Πλούτ.) νεοελλ. (μεταλλ.) η πρόκληση τής έκρηξης μιας εκρηκτικής ουσίας με έναυσμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»